- ἀκαλυφῆ
- ἀκαλυφήςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀκαλυφήςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀκαλυφήςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαλύφη — η (Α ἀκαλύφη) η ακαλήφη. Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα γένος φυτών τής οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < acalypha, νεολατιν.… … Dictionary of Greek
ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… … Dictionary of Greek
Acalypha — Chenille Plant, Acalypha godseffiana Scientific classification Kingdom: Pla … Wikipedia
PUTEAL Navii — apud Ciceronem de Divim. l. 1. ubi de praecisae a Navio Augure cotis miraculo, Ex eo evenit, ut et Tarquinius Atiô Naviô augure uteretur et populus ad eum de suis rebus referret. Cotem autem illam et novaculam defossam in Comitio putealque… … Hofmann J. Lexicon universale